ὀφθαλμοῖσιν

ὀφθαλμοῖσιν
ὀφθαλμός
eye
masc dat pl (epic ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • LYNCEUS — I. LYNCEUS Apharei fil. unus ex Argonautis, tanta oculorum acie praeditus, ut ea per densos etiam quercetorum truncos, ac stipites atque adeo usque ad inferos vim suam expromeret. Orpheus in Argon. Λυγκέυς θ᾿ ὃς τήλιςτα δἰ αἰτέρος ἠδὲ θαλάςςης… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έφηλος — ἔφηλος, ον (Α) 1. καρφωμένος σε κάτι 2. (για μάτι) αυτός που έχει λευκό στίγμα επίσης για πρόσωπο που έχει λευκό στίγμα στα μάτια («ὀφθαλμοῑσιν ἔφηλος», Μέγα Ετυμολογικόν) 3. αυτός που έχει εφηλίδες, φακίδες στο πρόσωπό του. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί +… …   Dictionary of Greek

  • αναδέρκομαι — ἀναδέρκομαι (αποθ.) (Α) 1. βλέπω προς τα επάνω 2. (ο ενεργ. αόρ. β στη φρ.) «ἀνέδρακεν ὀφθαλμοῑσιν», γι’αυτόν που συνέρχεται από λιποθυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + δέρκομαι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”